- διάβρωμα
- τό1) червоточина; дыра (изъеденная молью и т. п.); 2) яма, промоина; вымоина (обл ); 3) см. διάβρωση
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάβρωμα — το (AM διάβρωμα) (για ξύλο, μεμβράνη, ρούχο, ύφασμα κ.λπ.) αυτό που έχει καταφαγωθεί από Έντομα ή από διαβρωτικές ύλες … Dictionary of Greek
διαβρωμάτων — διάβρωμα that which is eaten through neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγωματιά — η διάβρωμα, φθορά από διάβρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)